βουκολικῆς

βουκολικῆς
βουκολικός
rustic
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… …   Dictionary of Greek

  • Ανύτη — (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Ποιήτρια από την Τεγέα. Έγραψε επιγράμματα (σώζονται 22), άψογα από την άποψη της γλώσσας και του μέτρου. Στα ποιήματά της αναφέρεται στη φύση (και σε αυτό εμφανίζεται πρόδρομος της βουκολικής ποίησης), καμαρώνει τα μικρά… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

  • Γκέσνερ, Σόλομον — (Solomon Gessner, Ζυρίχη 1730 – 1788). Ελβετός ποιητής. Το έργο του απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες· ήταν ίσως ο σημαντικότερος ειδυλλιακός ποιητής της γερμανικής γλώσσας. Η οργάνωση της ελβετικής κοινωνίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντσμιθ, Όλιβερ — (Oliver Goldsmith, Πάλας 1728 – Λονδίνο 1774).Ιρλανδός συγγραφέας και κωμωδιογράφος. Γιος παπά, σπούδασε στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου, όπου εργαζόταν, για να πληρώνει τα δίδακτρα, ως υπηρέτης των καθηγητών και των πλουσιότερων… …   Dictionary of Greek

  • Δίομος — I Μυθολογικός ήρωας, επώνυμος του αττικού δήμου της Διομείας. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Κολυττού και φίλος του Ηρακλή. Σύμφωνα με μία παράδοση, ενώ ο Δ. προσέφερε θυσία στην Εστία, ένας άσπρος σκύλος άρπαξε το θύμα και έφυγε. Το μαντείο που… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”